- ποικιλόστιχος
- -η, -οαυτός που έχει ποικιλία στίχων: Ποικιλόστιχο ποίημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.